Με αφορμή τον επικήδειο του Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου για τον χουντικό Νίκο Ντερτιλή
Μητροπολίτες κι ακροδεξιοί, πόσο μάλλον ακροδεξιοί μητροπολίτες, δεν διακρίνονται συνήθως για το βάθος των ιστορικών τους γνώσεων. Θα περίμενε ωστόσο κανείς να κατέχουν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις βιογραφίες των 3-4 εθνικών ηρώων που αποτελούν τα ινδάλματά τους. Αμ δε!
Του Τάσου Κωστόπουλου
Οπως διαπιστώσαμε από τον επικήδειο λόγο του Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου πάνω από το φέρετρο του απότακτου χουντικού ταξίαρχου Νίκου Ντερτιλή, και κυρίως από την υποδοχή που επιφύλαξαν στην εν λόγω ομιλία τα ΜΜΕ του «χώρου», το γνωστικό επίπεδο των «εθνικιστών» μας δεν ξεπερνά τους ορίζοντες ενός μέσου ιεροκήρυκα της πάλαι ποτέ Χωροφυλακής.
«Μην ξεχνάς», τόνισε με στόμφο ο ιεράρχης, απευθυνόμενος στη σορό του εκλιπόντος, «ο Σωκράτης τελείωσε τη ζωή του με κώνειο. Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή. Ο στρατηγός Ντερτιλής στη φυλακή. Αυτό και μόνο θα σε παρηγορεί. Στην εκκλησία έχομε μάρτυρες, εις την πατρίδα έχομεν ήρωες. Εγώ θα σ’ έλεγα μάρτυρα της πατρίδος και της ελευθερίας».
Ας παραβλέψουμε την ανάδειξη σε «ήρωα της ελευθερίας» ενός πραξικοπηματία που έβαλε τη χώρα στον γύψο, και σε «ήρωα» (γενικά) του ανθρώπου που το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 σκότωσε εν ψυχρώ έναν άοπλο φοιτητή, πυροβολώντας τον στο κεφάλι και καμαρώνοντας για το σημάδι του. Θ’ ασχοληθούμε εδώ με μία μόνο λεπτομέρεια αυτού του αποχαιρετισμού: τη βεβαιότητα του Αμβρόσιου πως ο αρχιστράτηγος της πραγματικής ελληνικής επανάστασης του 1821 είχε την ίδια τύχη με τον απότακτο της «εθνοσωτηρίου» του 1967: να πεθάνει στη φυλακή, όπου τον έστειλαν οι «ανθέλληνες» πολιτικοί αντίπαλοί του.
21 μήνες στο Παλαμήδι
Η δίκη και θανατική καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία το 1834 κι ο συνακόλουθος εγκλεισμός του στο Παλαμήδι αποτελούν πασίγνωστο ιστορικό γεγονός, όπως και η θαρραλέα αντίσταση των δύο από τους πέντε δικαστές του (Τερτσέτη και Πολυζωίδη) σ’ αυτή την απόπειρα έννομης πολιτικής δολοφονίας. Ομως ο γέρος του Μοριά ούτε εκτελέστηκε ούτε πέθανε στη φυλακή. Ακριβώς επειδή ήταν ο αρχιτέκτονας της ελληνικής ανεξαρτησίας, κι όχι ένας επίορκος στρατιωτικός που αποφάσισε με την παρέα του να σώσει την Ελλάδα από το λαό της, η μοναρχία του Οθωνα αισθάνθηκε υποχρεωμένη να τον αμνηστεύσει αρκετά γρήγορα, με την ευκαιρία της ενηλικίωσης του βασιλιά (20/5/1835). Στη φυλακή έμεινε συνολικά 21 μήνες, από τις 6/9/1833 ίσαμε τις 27/5/1835, στη διάρκεια των οποίων απέκτησε μάλιστα και το στερνοπαίδι του με την καλόγρια που ανέλαβε να τον φροντίζει.
Για λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στο κλασικό πλέον βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη («Κολοκοτρώνης. Η δίκη του», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1966). Η διετής σχεδόν φυλάκιση του Κολοκοτρώνη αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικής δίωξης, στα μετακατοχικά δε χρόνια χρησιμοποιήθηκε συχνά ως αλληγορία για τον κατατρεγμό που υπέστησαν χιλιάδες αντιστασιακοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από το κράτος των «εθνικοφρόνων». Οι συνθήκες όμως του θανάτου και της κηδείας του πιστοποιούν την καθολική αναγνώριση της συμβολής του στον απελευθερωτικό αγώνα, ακόμη κι από τους προσωπικούς εχθρούς ή πολιτικούς του αντιπάλους.
Θάνατος οχτώ χρόνια μετά
Ο γέρος του Μοριά πέθανε το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου 1843, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. «Χθες το εσπέρας παρευρέθη εις τον χορόν της Αυλής, μετά δε τούτον προσεβλήθη από αποπληξίαν», διαβάζουμε στην απογευματινή εφημερίδα της ίδιας μέρας («Ταχύπτερος Φήμη», 4.2.1843, σ.2). Δύο μέρες νωρίτερα είχε παντρέψει τον γιο του Κωνσταντίνο. Οπως μας πληροφορεί το ίδιο φύλλο, στην τελετή παρευρέθηκαν πάνω από 600 άτομα, ανάμεσά τους «μέρος του διπλωματικού σώματος, οι Υπουργοί της Επικρατείας, μέρος του Αρείου Πάγου, του Εφετείου, του Πρωτοδικείου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όλοι εν γένει οι ανώτεροι αξιωματικοί της Πρωτευούσης, Υπουργικοί Σύμβουλοι και Πάρεδροι και κατώτεροι υπάλληλοι, Καθηγηταί του Πανεπιστημίου, τραπεζίται, έμποροι και λοιποί πρόκριτοι παρευρεθέντες ενταύθα κατά συγκυρίαν από τας επαρχίας». Το γλέντι ήταν μάλλον δυτικότροπο, καθώς «προσεφέρθησαν διάφορα άφθονα γλυκίσματα και ποτά της πλέον εξαιρέτου ποιότητος κατά τα την ευρωπαϊκήν τάξιν».
Μαθαίνοντας τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, αντιστρατήγου κι εν ενεργεία συμβούλου της επικρατείας, ο Οθωνας εξέδωσε αυθημερόν διάταγμα «να πενθηφορήσωσιν όλοι οι Αξιωματικοί και υπάλληλοι του ημετέρου στρατού της ξηράς επί τρεις ημέρας» («Αιών» 10/2/1843). Η κηδεία του έγινε την επομένη, όχι μόνο δημοσία δαπάνη αλλά και με επίσημο πρόγραμμα καταρτισμένο απ’ το υπουργικό συμβούλιο. Στην κατοικία του και γύρω από αυτή «συνήχθησαν όλοι οι πολιτικοί άρχοντες και αρχηγοί, όλοι οι ηγούμενοι των ενταύθα στρατιωτικών σωμάτων με τους υπό την οδηγίαν των στρατιώτας, η Ιερά Σύνοδος και άπαξ ο της πρωτευούσης κλήρος, οι παρά τη ελληνική Κυβερνήσει διάφοροι Πρέσβεις και προς τούτοις άπασα η πόλις» («Αθηνά» 7/2/1843). Η μεταφορά της σωρού έγινε «μετά μεγάλης πομπής και παρατάξεως, παιανιζούσης θρηνωδώς της στρατιωτικής μουσικής», μόλις σκεπάστηκε δε το φέρετρο, «οι πυροβολισμοί των μεγάλων και μικρών τηλεβόλων ήρχισαν πανταχόθεν να βροντούν ικανήν ώραν ακατάπαυστα».
Δημόσιο πένθος
Οπως μας πληροφορεί ο «Αιών» (10/2/1843), λόγω δημοσίου πένθους «εκλείσθησαν το Πανεπιστήμιον, το Γυμνάσιον, όλα τα εκπαιδευτικά, τα δικαστικά και βιομηχανικά εν γένει καταστήματα της πόλεως και ανεβλήθησαν μέλλοντα να πληρωθώσι κατ’ αυτήν συναλλάγματα μεγάλης ποσότητος». Επικήδειο εκφώνησαν ο ιερωμένος Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων, που εξύμνησε «τας ενδόξους στρατιωτικάς πράξεις του λυτρωτού του Νέου Ισραήλ» (δηλαδή της Ελλάδας) και ο γραμματέας του ΣτΕ, Παναγιώτης Σούτσος («Ανεξάρτητος» 7/2/1843). «Πόσον το πλήθος των ανδρών κατά τας οδούς του Ερμού και Αιόλου! Πόση η πεπηγμένη πληθύς των γυναικών εις τους εξώστας όλων των οικιών των οδών αυτών!», καμαρώνει το ρεπορτάζ του «Αιώνα», προσφέροντάς μας μιαν (αδιανόητη για τις μέρες μας) εικόνα του αυστηρού τότε διαχωρισμού των φύλων στον δημόσιο χώρο. Σε 10.000 εκτιμά το πλήθος της πομπής η «Ταχύπτερος Φήμη» (8/2/1843), όταν η Αθήνα δεν αριθμούσε καλά καλά 20.000 κατοίκους.
Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το πάνδημο πένθος και τη σεπτή τελετή της περασμένης Πέμπτης στο Α΄ Νεκροταφείο είναι μάλλον προφανής. Σε αντίθεση με τον στρατηγό Ντερτιλή, ο γέρος του Μοριά δεν είχε άλλωστε την τύχη να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία χρυσαυγίτες, χουντικοί βασανιστές κι ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων.
05/02/2013
Μητροπολίτες κι ακροδεξιοί, πόσο μάλλον ακροδεξιοί μητροπολίτες, δεν διακρίνονται συνήθως για το βάθος των ιστορικών τους γνώσεων. Θα περίμενε ωστόσο κανείς να κατέχουν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις βιογραφίες των 3-4 εθνικών ηρώων που αποτελούν τα ινδάλματά τους. Αμ δε!
Του Τάσου Κωστόπουλου
Οπως διαπιστώσαμε από τον επικήδειο λόγο του Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου πάνω από το φέρετρο του απότακτου χουντικού ταξίαρχου Νίκου Ντερτιλή, και κυρίως από την υποδοχή που επιφύλαξαν στην εν λόγω ομιλία τα ΜΜΕ του «χώρου», το γνωστικό επίπεδο των «εθνικιστών» μας δεν ξεπερνά τους ορίζοντες ενός μέσου ιεροκήρυκα της πάλαι ποτέ Χωροφυλακής.
«Μην ξεχνάς», τόνισε με στόμφο ο ιεράρχης, απευθυνόμενος στη σορό του εκλιπόντος, «ο Σωκράτης τελείωσε τη ζωή του με κώνειο. Ο Κολοκοτρώνης στη φυλακή. Ο στρατηγός Ντερτιλής στη φυλακή. Αυτό και μόνο θα σε παρηγορεί. Στην εκκλησία έχομε μάρτυρες, εις την πατρίδα έχομεν ήρωες. Εγώ θα σ’ έλεγα μάρτυρα της πατρίδος και της ελευθερίας».
Ας παραβλέψουμε την ανάδειξη σε «ήρωα της ελευθερίας» ενός πραξικοπηματία που έβαλε τη χώρα στον γύψο, και σε «ήρωα» (γενικά) του ανθρώπου που το πρωί της 17ης Νοεμβρίου 1973 σκότωσε εν ψυχρώ έναν άοπλο φοιτητή, πυροβολώντας τον στο κεφάλι και καμαρώνοντας για το σημάδι του. Θ’ ασχοληθούμε εδώ με μία μόνο λεπτομέρεια αυτού του αποχαιρετισμού: τη βεβαιότητα του Αμβρόσιου πως ο αρχιστράτηγος της πραγματικής ελληνικής επανάστασης του 1821 είχε την ίδια τύχη με τον απότακτο της «εθνοσωτηρίου» του 1967: να πεθάνει στη φυλακή, όπου τον έστειλαν οι «ανθέλληνες» πολιτικοί αντίπαλοί του.
21 μήνες στο Παλαμήδι
Η δίκη και θανατική καταδίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για εσχάτη προδοσία το 1834 κι ο συνακόλουθος εγκλεισμός του στο Παλαμήδι αποτελούν πασίγνωστο ιστορικό γεγονός, όπως και η θαρραλέα αντίσταση των δύο από τους πέντε δικαστές του (Τερτσέτη και Πολυζωίδη) σ’ αυτή την απόπειρα έννομης πολιτικής δολοφονίας. Ομως ο γέρος του Μοριά ούτε εκτελέστηκε ούτε πέθανε στη φυλακή. Ακριβώς επειδή ήταν ο αρχιτέκτονας της ελληνικής ανεξαρτησίας, κι όχι ένας επίορκος στρατιωτικός που αποφάσισε με την παρέα του να σώσει την Ελλάδα από το λαό της, η μοναρχία του Οθωνα αισθάνθηκε υποχρεωμένη να τον αμνηστεύσει αρκετά γρήγορα, με την ευκαιρία της ενηλικίωσης του βασιλιά (20/5/1835). Στη φυλακή έμεινε συνολικά 21 μήνες, από τις 6/9/1833 ίσαμε τις 27/5/1835, στη διάρκεια των οποίων απέκτησε μάλιστα και το στερνοπαίδι του με την καλόγρια που ανέλαβε να τον φροντίζει.
Για λεπτομέρειες της περιπέτειάς του, ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στο κλασικό πλέον βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη («Κολοκοτρώνης. Η δίκη του», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1966). Η διετής σχεδόν φυλάκιση του Κολοκοτρώνη αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικής δίωξης, στα μετακατοχικά δε χρόνια χρησιμοποιήθηκε συχνά ως αλληγορία για τον κατατρεγμό που υπέστησαν χιλιάδες αντιστασιακοί του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από το κράτος των «εθνικοφρόνων». Οι συνθήκες όμως του θανάτου και της κηδείας του πιστοποιούν την καθολική αναγνώριση της συμβολής του στον απελευθερωτικό αγώνα, ακόμη κι από τους προσωπικούς εχθρούς ή πολιτικούς του αντιπάλους.
Θάνατος οχτώ χρόνια μετά
Ο γέρος του Μοριά πέθανε το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου 1843, οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του. «Χθες το εσπέρας παρευρέθη εις τον χορόν της Αυλής, μετά δε τούτον προσεβλήθη από αποπληξίαν», διαβάζουμε στην απογευματινή εφημερίδα της ίδιας μέρας («Ταχύπτερος Φήμη», 4.2.1843, σ.2). Δύο μέρες νωρίτερα είχε παντρέψει τον γιο του Κωνσταντίνο. Οπως μας πληροφορεί το ίδιο φύλλο, στην τελετή παρευρέθηκαν πάνω από 600 άτομα, ανάμεσά τους «μέρος του διπλωματικού σώματος, οι Υπουργοί της Επικρατείας, μέρος του Αρείου Πάγου, του Εφετείου, του Πρωτοδικείου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όλοι εν γένει οι ανώτεροι αξιωματικοί της Πρωτευούσης, Υπουργικοί Σύμβουλοι και Πάρεδροι και κατώτεροι υπάλληλοι, Καθηγηταί του Πανεπιστημίου, τραπεζίται, έμποροι και λοιποί πρόκριτοι παρευρεθέντες ενταύθα κατά συγκυρίαν από τας επαρχίας». Το γλέντι ήταν μάλλον δυτικότροπο, καθώς «προσεφέρθησαν διάφορα άφθονα γλυκίσματα και ποτά της πλέον εξαιρέτου ποιότητος κατά τα την ευρωπαϊκήν τάξιν».
Μαθαίνοντας τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, αντιστρατήγου κι εν ενεργεία συμβούλου της επικρατείας, ο Οθωνας εξέδωσε αυθημερόν διάταγμα «να πενθηφορήσωσιν όλοι οι Αξιωματικοί και υπάλληλοι του ημετέρου στρατού της ξηράς επί τρεις ημέρας» («Αιών» 10/2/1843). Η κηδεία του έγινε την επομένη, όχι μόνο δημοσία δαπάνη αλλά και με επίσημο πρόγραμμα καταρτισμένο απ’ το υπουργικό συμβούλιο. Στην κατοικία του και γύρω από αυτή «συνήχθησαν όλοι οι πολιτικοί άρχοντες και αρχηγοί, όλοι οι ηγούμενοι των ενταύθα στρατιωτικών σωμάτων με τους υπό την οδηγίαν των στρατιώτας, η Ιερά Σύνοδος και άπαξ ο της πρωτευούσης κλήρος, οι παρά τη ελληνική Κυβερνήσει διάφοροι Πρέσβεις και προς τούτοις άπασα η πόλις» («Αθηνά» 7/2/1843). Η μεταφορά της σωρού έγινε «μετά μεγάλης πομπής και παρατάξεως, παιανιζούσης θρηνωδώς της στρατιωτικής μουσικής», μόλις σκεπάστηκε δε το φέρετρο, «οι πυροβολισμοί των μεγάλων και μικρών τηλεβόλων ήρχισαν πανταχόθεν να βροντούν ικανήν ώραν ακατάπαυστα».
Δημόσιο πένθος
Οπως μας πληροφορεί ο «Αιών» (10/2/1843), λόγω δημοσίου πένθους «εκλείσθησαν το Πανεπιστήμιον, το Γυμνάσιον, όλα τα εκπαιδευτικά, τα δικαστικά και βιομηχανικά εν γένει καταστήματα της πόλεως και ανεβλήθησαν μέλλοντα να πληρωθώσι κατ’ αυτήν συναλλάγματα μεγάλης ποσότητος». Επικήδειο εκφώνησαν ο ιερωμένος Κωνσταντίνος Οικονόμου εξ Οικονόμων, που εξύμνησε «τας ενδόξους στρατιωτικάς πράξεις του λυτρωτού του Νέου Ισραήλ» (δηλαδή της Ελλάδας) και ο γραμματέας του ΣτΕ, Παναγιώτης Σούτσος («Ανεξάρτητος» 7/2/1843). «Πόσον το πλήθος των ανδρών κατά τας οδούς του Ερμού και Αιόλου! Πόση η πεπηγμένη πληθύς των γυναικών εις τους εξώστας όλων των οικιών των οδών αυτών!», καμαρώνει το ρεπορτάζ του «Αιώνα», προσφέροντάς μας μιαν (αδιανόητη για τις μέρες μας) εικόνα του αυστηρού τότε διαχωρισμού των φύλων στον δημόσιο χώρο. Σε 10.000 εκτιμά το πλήθος της πομπής η «Ταχύπτερος Φήμη» (8/2/1843), όταν η Αθήνα δεν αριθμούσε καλά καλά 20.000 κατοίκους.
Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το πάνδημο πένθος και τη σεπτή τελετή της περασμένης Πέμπτης στο Α΄ Νεκροταφείο είναι μάλλον προφανής. Σε αντίθεση με τον στρατηγό Ντερτιλή, ο γέρος του Μοριά δεν είχε άλλωστε την τύχη να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία χρυσαυγίτες, χουντικοί βασανιστές κι ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων.
05/02/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου