Γραφει ο Αρισταρχος
Παρασκευή βράδυ περίπου δώδεκα τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου πέφτει κάτω με ισχυρούς πόνους στο μέρος της κοιλιάς. Σηκώνω το τηλέφωνο και σχηματίζω το 166. Μαθαίνω πως εφημερεύει το ΑΧΕΠΑ και ξεκινώ...
Την παίρνουν αμέσως μέσα για εξετάσεις κι εγώ παρέα με τον δεκάχρονο γιό μου, που επέμενε να έρθει μαζί μας, καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια του διαδρόμου. Ο κόσμος δεν είναι πολύς. Και όλοι νυσταγμένοι ταλαιπωρημένοι και κανείς όρεξη για κουβέντα. Τέτοιες ώρες σε τέτοιο μέρος τι όρεξη μπορείς να έχεις. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φύγεις από κει όσο πιο ανώδυνα γίνεται και όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Μυρουδιές περίεργες, αποκρουστικές πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα και όλα σου φαίνονται σαν να έχουν μικρόβια, αρρώστια. Νοσοκόμοι, γιατροί με άσπρες,πράσινες και μπλε στολές με ακουστικά γύρω απ’ τον λαιμό πηγαίνουν πέρα δώθε από την μια πόρτα στην άλλη, και είναι πολλές. Πάρα πολλές. Και συ εκεί, να γίνεσαι μάρτυρας της αγωνίας ανθρώπων με επείγοντα περιστατικά.
Η ώρα έχει ήδη πάει τρεις και μισή. Το μεγάλο ρολόϊ στην μέση της οροφής του διαδρόμου δεν βιάζεται και γυρνάει βασανιστικά αργά τον λεπτοδείκτη του. Και συ το κοιτάς κάθε δυό λεπτά. Πως θες να τρέξει αν το κοιτάς. Ο κόσμος τώρα έχει αραιώσει και η μητέρα μου ξαπλωμένη σ’ ένα εξεταστήριο περιμένει αποτελέσματα και γνωμάτευση. Ο μικρός δεκάχρονος γιος μου άρχισε να νυστάζει.
Από την πόρτα εισόδου προβάλει ένας νεαρός με μαύρο μπουφάν. Η λεπτή του σιλουέτα λικνίζεται καθώς περπατάει και φαίνεται σαν νάναι ετοιμόρροπος να πέσει. Είναι νέος γύρω στα είκοσι χρονών. Ομορφόπαιδο με μπλάβα μάτια και τεράστιους κύκλους γύρω γύρω. Το πρόσωπο κομμένο τον δείχνει μεγαλύτερο. Η ήρεμος διάδρομος/αναμονή σπάει την σιωπή του και αρχίζει να παίρνει ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Μας κοιτάζει όλους έναν έναν χωριστά. Εγώ, ο γιος μου, μια κυρία γύρω στα πενήντα, μια γριούλα γύρω στα οδόντα, ένας σαραντάρης με την αδερφή του και μια κοπέλα στα περίπου είκοσι πέντε.
Λικνίζεται μπρος πίσω χωρίς να αποφασίζει αν θα πέσει και που. Μια νοσοκόμα βγαίνει από μια πόρτα και κείνος πλησιάζει. “δώσε μου λίγο, μόνο λίγο. Δεν πήρα μια βδομάδα.” της λέει σχεδόν κλαίγοντας. “Τι έγινε, έχουμε σύνδρομο στέρησης;” απαντάει αυτή και παραμερίζοντάς τον φεύγει για να χαθεί πίσω από άλλη πόρτα. Το παλικάρι σκούζοντας και μισοκλαίγοντας περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα στον διάδρομο. Σε κάποια στιγμή αποφασίζει και κάθεται δίπλα μου.
Μιλάει κάτι ακαταλαβίστικα και η βρώμικη ανάσα του με χαλάει. Με κοιτάζει στα μάτια και λέει “είδες άλλη φορά πρεζόνι από τόσο κοντά; Είμαι καθαρός εδώ και μια βδομάδα. Μου σκίζονται τα σωθικά. Κάποιος μέσα μου με ένα μαυρομάνικο μου κομματιάζει το στομάχι. Θα πεθάνω”. Ζυγίζεται λίγο και συνεχίζει “θέλω να πεθάνω”
-Πόσο χρονών είσαι; μούρθε αυθόρμητη η ερώτηση σε μια γνωστή απάντηση.
-Είκοσι!
Η νοσοκόμα ξαναπερνάει γρήγορα για να τον αποφύγει. Αυτός πετάγεται βγάζοντας μια κραυγή “λίγο καλέ, δώς μου λίγο” Αβέβαιο το βήμα του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το λεπτό σώμα σε όρθια στάση και σωριάστηκε κάτω φαρδιά πλατιά. Πεταχτήκαμε όλοι σχεδόν μαζί επάνω και τον σηκώσαμε. Τον βάλαμε να καθίσει κι εκείνος βουτηγμένος στα δάκρυα άρχισε μέσα σε αναφιλητά να ξομολογείται για την ζωή του για το χάλι του.
Στην μαύρη από τα έντεκα και στα σκληρά από τα δέκα επτά. Για μια στιγμή γύρισε στον δεκάχρονο γιό μου και τον ρωτάει ”Όταν φωνάζεις την μάνα σου σε απαντάει; Εγώ επτά χρονό περνούσα κάτω από το σπίτι και την φώναζα, κι αυτή έβγαινε στο μπαλκόνι, στο ανώγειο που μέναμε, μισόγυμνη να μου φωνάζει τι θες ρε μαλάκα και φωνάζεις. Και ξέρεις γιατί; Γιατί της χάλαγα τα γούστα με τον γκόμενο”
-Πατέρα, ρώτησα κάπως δειλά. Πατέρα δεν έχεις;
-Μας παράτησε ο μαλάκας κι έφυγε. Δεν τον γνώρισα. Σάμπως αυτή ξέρει ποιος είναι;
Προφανώς υπονοούσε την μάνα του. Όλη την ώρα που μιλούσε έτριβε το στομάχι του. “φίλε μου, με ξεσκίζει το κολοστόμαχο. Αν δεν πάρω μια δόση θα τα δώσω. Δεν παλεύεται. ”
Μπήκα στο εξεταστήριο να δω την μητέρα μου και ρώτησα τον γιατρό για τον νεαρό χρήστη.”τι να τους κάνουμε; Όλη την νύχτα παρέλαση θα κάνουν από δω όλα τα πρεζόνια και θα κλαψουρίζουν για λίγη δόση”
-Πως ξεκίνησες, ξαναγύρισα στον νεαρό.
-Με εισπνοές βενζίνας και οινόπνευμα. Δεν μπορώ, θέλω να τελειώνω. Πονάω, πονάω πολύ.
Σηκώθηκε, έβγαλε μια κραυγή, διπλώθηκε και έπεσε στο δάπεδο μπροστά στα πόδια μας. Το στόμα του γέμισε αφρούς και το σώμα του χτυπιόταν. Σφάδαζε σαν αρνί που του έκοψαν το λαιμό. Τον βάλαμε σ’ ένα τροχήλατο φορείο και τον παρέλαβαν γρήγορα οι νοσοκόμες και γιατροί για να χαθεί σε κάποια από τις πολλές άσπρες πόρτες.
Κι εμείς μείναμε άφωνοι, συγκλονισμένοι με τις σκέψεις μας χωρίς να κάνουμε έστω ένα σχόλιο. Ο μικρός μου γιός καθόταν με πανιασμένο πρόσωπο μην μπορώντας να πιστέψει όσα ζούσε.
————————————————————————————————————————
Πανδαμάτορας ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Λειάνει τα πάντα και τα ντύνει με άχνη. Να χάνονται όλα πίσω από μια θολή κουρτίνα. Η ζωή πρέπει να προχωρήσει και ο εγκέφαλος θα κρατήσει μόνο τα συμπεράσματα και τα αίτια για αποφυγή κάθε απομίμησης ή επανάληψης .
Ξημέρωσε ο θεός την Τρίτη. Ξεκινούσε ζεστά για την εποχή η μέρα με έναν απίθανο ήλιο αρχηγό, που λέει κι ο Σαββόπουλος. Πήρα την κατηφόρα στον φαρδύ δρόμο για το περίπτερο κι από κει στον φούρνο. Σήμερα είχα ρεπό και ήμουν ευδιάθετος. Το πρωινό καθαρό, άφηνε τον Όλυμπο να φαίνεται αυτοκρατορικός με το λευκό στεφάνι του Μύτικα πάνω στην κορυφή του. Ο χειμώνας σχεδόν έφυγε και μαζί του έπαιρνε χιόνια και κρύο.
-Γιώργη, εφημερίδα και τσιγάρα.
-Καλημέρα κύριε Κώστα και καλό μήνα.
Πάντα ευγενικός και τυπικός ο περιπτεράς. Μούδωσε τα τσιγάρα την Μακεδονία και τα ρέστα με χαμόγελο. Άναψα το τσιγάρο στο στόμα μου και περπατώντας έριξα μια ματιά στην πρώτη σελίδα. Περιπλανήθηκε για λίγο η ματιά μου πάνω από τα πολιτικά και ύστερα κάνοντας ένα γύρω καρφώθηκε στην άκρη κάτω αριστερά. Μια φωτογραφία ενός εικοσάχρονου και ένας υπέρτιτλος “Βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών”
Ήταν το ίδιο παλικάρι που πριν λίγες μέρες σπαρταρούσε μπρος τα πόδια μας χτυπημένο από την ανευθυνότητα και την αδιαφορία αυτών που κάνοντας το κέφι τους έπαιξαν με την ζωούλα του. Και η ειρωνεία, να αρνείται η ζωή πεισματικά να δώσει παιδιά σε οικογένειες που τα αξίζουν.
ΥΓ. Η ιστορία είναι απόλυτα αληθινή. Και όπως μου είπε γιατρός ίσως να πέθανε όχι από υπερβολική αλλά από νοθευμένη. Αλλά ποιος νοιάζεται; Ένα ακόμη θύμα στην λίστα της πιο επικερδούς επιχείρησης, αυτής των ναρκωτικών.
Παρασκευή βράδυ περίπου δώδεκα τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου πέφτει κάτω με ισχυρούς πόνους στο μέρος της κοιλιάς. Σηκώνω το τηλέφωνο και σχηματίζω το 166. Μαθαίνω πως εφημερεύει το ΑΧΕΠΑ και ξεκινώ...
Την παίρνουν αμέσως μέσα για εξετάσεις κι εγώ παρέα με τον δεκάχρονο γιό μου, που επέμενε να έρθει μαζί μας, καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια του διαδρόμου. Ο κόσμος δεν είναι πολύς. Και όλοι νυσταγμένοι ταλαιπωρημένοι και κανείς όρεξη για κουβέντα. Τέτοιες ώρες σε τέτοιο μέρος τι όρεξη μπορείς να έχεις. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φύγεις από κει όσο πιο ανώδυνα γίνεται και όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Μυρουδιές περίεργες, αποκρουστικές πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα και όλα σου φαίνονται σαν να έχουν μικρόβια, αρρώστια. Νοσοκόμοι, γιατροί με άσπρες,πράσινες και μπλε στολές με ακουστικά γύρω απ’ τον λαιμό πηγαίνουν πέρα δώθε από την μια πόρτα στην άλλη, και είναι πολλές. Πάρα πολλές. Και συ εκεί, να γίνεσαι μάρτυρας της αγωνίας ανθρώπων με επείγοντα περιστατικά.
Η ώρα έχει ήδη πάει τρεις και μισή. Το μεγάλο ρολόϊ στην μέση της οροφής του διαδρόμου δεν βιάζεται και γυρνάει βασανιστικά αργά τον λεπτοδείκτη του. Και συ το κοιτάς κάθε δυό λεπτά. Πως θες να τρέξει αν το κοιτάς. Ο κόσμος τώρα έχει αραιώσει και η μητέρα μου ξαπλωμένη σ’ ένα εξεταστήριο περιμένει αποτελέσματα και γνωμάτευση. Ο μικρός δεκάχρονος γιος μου άρχισε να νυστάζει.
Από την πόρτα εισόδου προβάλει ένας νεαρός με μαύρο μπουφάν. Η λεπτή του σιλουέτα λικνίζεται καθώς περπατάει και φαίνεται σαν νάναι ετοιμόρροπος να πέσει. Είναι νέος γύρω στα είκοσι χρονών. Ομορφόπαιδο με μπλάβα μάτια και τεράστιους κύκλους γύρω γύρω. Το πρόσωπο κομμένο τον δείχνει μεγαλύτερο. Η ήρεμος διάδρομος/αναμονή σπάει την σιωπή του και αρχίζει να παίρνει ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Μας κοιτάζει όλους έναν έναν χωριστά. Εγώ, ο γιος μου, μια κυρία γύρω στα πενήντα, μια γριούλα γύρω στα οδόντα, ένας σαραντάρης με την αδερφή του και μια κοπέλα στα περίπου είκοσι πέντε.
Λικνίζεται μπρος πίσω χωρίς να αποφασίζει αν θα πέσει και που. Μια νοσοκόμα βγαίνει από μια πόρτα και κείνος πλησιάζει. “δώσε μου λίγο, μόνο λίγο. Δεν πήρα μια βδομάδα.” της λέει σχεδόν κλαίγοντας. “Τι έγινε, έχουμε σύνδρομο στέρησης;” απαντάει αυτή και παραμερίζοντάς τον φεύγει για να χαθεί πίσω από άλλη πόρτα. Το παλικάρι σκούζοντας και μισοκλαίγοντας περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα στον διάδρομο. Σε κάποια στιγμή αποφασίζει και κάθεται δίπλα μου.
Μιλάει κάτι ακαταλαβίστικα και η βρώμικη ανάσα του με χαλάει. Με κοιτάζει στα μάτια και λέει “είδες άλλη φορά πρεζόνι από τόσο κοντά; Είμαι καθαρός εδώ και μια βδομάδα. Μου σκίζονται τα σωθικά. Κάποιος μέσα μου με ένα μαυρομάνικο μου κομματιάζει το στομάχι. Θα πεθάνω”. Ζυγίζεται λίγο και συνεχίζει “θέλω να πεθάνω”
-Πόσο χρονών είσαι; μούρθε αυθόρμητη η ερώτηση σε μια γνωστή απάντηση.
-Είκοσι!
Η νοσοκόμα ξαναπερνάει γρήγορα για να τον αποφύγει. Αυτός πετάγεται βγάζοντας μια κραυγή “λίγο καλέ, δώς μου λίγο” Αβέβαιο το βήμα του δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το λεπτό σώμα σε όρθια στάση και σωριάστηκε κάτω φαρδιά πλατιά. Πεταχτήκαμε όλοι σχεδόν μαζί επάνω και τον σηκώσαμε. Τον βάλαμε να καθίσει κι εκείνος βουτηγμένος στα δάκρυα άρχισε μέσα σε αναφιλητά να ξομολογείται για την ζωή του για το χάλι του.
Στην μαύρη από τα έντεκα και στα σκληρά από τα δέκα επτά. Για μια στιγμή γύρισε στον δεκάχρονο γιό μου και τον ρωτάει ”Όταν φωνάζεις την μάνα σου σε απαντάει; Εγώ επτά χρονό περνούσα κάτω από το σπίτι και την φώναζα, κι αυτή έβγαινε στο μπαλκόνι, στο ανώγειο που μέναμε, μισόγυμνη να μου φωνάζει τι θες ρε μαλάκα και φωνάζεις. Και ξέρεις γιατί; Γιατί της χάλαγα τα γούστα με τον γκόμενο”
-Πατέρα, ρώτησα κάπως δειλά. Πατέρα δεν έχεις;
-Μας παράτησε ο μαλάκας κι έφυγε. Δεν τον γνώρισα. Σάμπως αυτή ξέρει ποιος είναι;
Προφανώς υπονοούσε την μάνα του. Όλη την ώρα που μιλούσε έτριβε το στομάχι του. “φίλε μου, με ξεσκίζει το κολοστόμαχο. Αν δεν πάρω μια δόση θα τα δώσω. Δεν παλεύεται. ”
Μπήκα στο εξεταστήριο να δω την μητέρα μου και ρώτησα τον γιατρό για τον νεαρό χρήστη.”τι να τους κάνουμε; Όλη την νύχτα παρέλαση θα κάνουν από δω όλα τα πρεζόνια και θα κλαψουρίζουν για λίγη δόση”
-Πως ξεκίνησες, ξαναγύρισα στον νεαρό.
-Με εισπνοές βενζίνας και οινόπνευμα. Δεν μπορώ, θέλω να τελειώνω. Πονάω, πονάω πολύ.
Σηκώθηκε, έβγαλε μια κραυγή, διπλώθηκε και έπεσε στο δάπεδο μπροστά στα πόδια μας. Το στόμα του γέμισε αφρούς και το σώμα του χτυπιόταν. Σφάδαζε σαν αρνί που του έκοψαν το λαιμό. Τον βάλαμε σ’ ένα τροχήλατο φορείο και τον παρέλαβαν γρήγορα οι νοσοκόμες και γιατροί για να χαθεί σε κάποια από τις πολλές άσπρες πόρτες.
Κι εμείς μείναμε άφωνοι, συγκλονισμένοι με τις σκέψεις μας χωρίς να κάνουμε έστω ένα σχόλιο. Ο μικρός μου γιός καθόταν με πανιασμένο πρόσωπο μην μπορώντας να πιστέψει όσα ζούσε.
————————————————————————————————————————
Πανδαμάτορας ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα. Λειάνει τα πάντα και τα ντύνει με άχνη. Να χάνονται όλα πίσω από μια θολή κουρτίνα. Η ζωή πρέπει να προχωρήσει και ο εγκέφαλος θα κρατήσει μόνο τα συμπεράσματα και τα αίτια για αποφυγή κάθε απομίμησης ή επανάληψης .
Ξημέρωσε ο θεός την Τρίτη. Ξεκινούσε ζεστά για την εποχή η μέρα με έναν απίθανο ήλιο αρχηγό, που λέει κι ο Σαββόπουλος. Πήρα την κατηφόρα στον φαρδύ δρόμο για το περίπτερο κι από κει στον φούρνο. Σήμερα είχα ρεπό και ήμουν ευδιάθετος. Το πρωινό καθαρό, άφηνε τον Όλυμπο να φαίνεται αυτοκρατορικός με το λευκό στεφάνι του Μύτικα πάνω στην κορυφή του. Ο χειμώνας σχεδόν έφυγε και μαζί του έπαιρνε χιόνια και κρύο.
-Γιώργη, εφημερίδα και τσιγάρα.
-Καλημέρα κύριε Κώστα και καλό μήνα.
Πάντα ευγενικός και τυπικός ο περιπτεράς. Μούδωσε τα τσιγάρα την Μακεδονία και τα ρέστα με χαμόγελο. Άναψα το τσιγάρο στο στόμα μου και περπατώντας έριξα μια ματιά στην πρώτη σελίδα. Περιπλανήθηκε για λίγο η ματιά μου πάνω από τα πολιτικά και ύστερα κάνοντας ένα γύρω καρφώθηκε στην άκρη κάτω αριστερά. Μια φωτογραφία ενός εικοσάχρονου και ένας υπέρτιτλος “Βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση ναρκωτικών”
Ήταν το ίδιο παλικάρι που πριν λίγες μέρες σπαρταρούσε μπρος τα πόδια μας χτυπημένο από την ανευθυνότητα και την αδιαφορία αυτών που κάνοντας το κέφι τους έπαιξαν με την ζωούλα του. Και η ειρωνεία, να αρνείται η ζωή πεισματικά να δώσει παιδιά σε οικογένειες που τα αξίζουν.
ΥΓ. Η ιστορία είναι απόλυτα αληθινή. Και όπως μου είπε γιατρός ίσως να πέθανε όχι από υπερβολική αλλά από νοθευμένη. Αλλά ποιος νοιάζεται; Ένα ακόμη θύμα στην λίστα της πιο επικερδούς επιχείρησης, αυτής των ναρκωτικών.
tromaktiko
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου